θλαστικός

θλαστικός
-ή, -ό (Α θλαστικός, -ή, -όν)
αυτός που είναι ικανός ή κατάλληλος για θλάση, αυτός που συντρίβει, συντριπτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. θλαστικός < θλάστ-ης ή θλαστ-ός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θλαστικός — ή, ό κατάλληλος να προκαλέσει θλάση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θλαστικόν — θλαστικός able to crush masc acc sg θλαστικός able to crush neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”